- Ἀγριάδας
- Ἀγριάδεςwildfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγριάδας — ἀγριάς wild fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγριολόγημα — το [αγριολογώ (ΙΙ)] το βοτάνισμα τής αγριάδας, το καθάρισμα τού αγρού μετά το όργωμα ή μετά την αύξηση τού σπαρτού … Dictionary of Greek